- κακομοιριασμένος
- -η, -οκακόμοιρος, κακομοίρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθαλοκακομοίρης — ο αυτός που περνά τον καιρό του πλάι στις στάχτες τού τζακιού, κακομοιριασμένος, φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθάλη + κακομοίρης] … Dictionary of Greek
αλειφόβιος — ἀλειφόβιος, ον (Α) 1. (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την άσκηση τού επαγγέλματος τού αλείπτη* 2. φτωχός, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω + βίος] … Dictionary of Greek
αμέγαρτος — ἀμέγαρτος, ον (ποιητ.) (Α) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που δεν φθονείται, ανεπίφθονος, μη αξιοζήλευτος, μελαγχολικός, θλιβερός 2. (για πρόσωπα) δυστυχής, άθλιος, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μεγαίρω «φθονώ»] … Dictionary of Greek
κακομοιριάζω — (Μ κακομοιριάζω) [κακόμοιρος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον δυστυχισμένο, άθλιο 2. (αμτβ.) γίνομαι κακομοίρης, δυστυχισμένος 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακομοιριασμένος, η, ο κακότυχος, κακομοίρης 4. μέσ. κακομοιριάζομαι γίνομαι κακομοίρης, δυστυχισμένος … Dictionary of Greek
ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… … Dictionary of Greek
παραδαρμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του ρ. παραδέρνω) 1. αυτός που ξυλοκοπήθηκε υπερβολικά: Είναι παραδαρμένος και φοβούμαι πως δε θα συνέλθει εύκολα. 2. ταλαιπωρημένος, κακομοιριασμένος, κουρασμένος, εξαντλημένος: Σφίγγει στα στήθια πάνω παραδαρμένο ένα κορμί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωροκακόμοιρος — ο θηλ. ψωροκακόμοιρη ο κακομοιριασμένος, ο υπερβολικά κακομοίρης: Μας κάνει τον ψωροκακόμοιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)